-
1 ευδρομεω
1) быстро бегать(ἀθλητές εὐδρομῶν Plut.)
2) перен. двигаться, развиваться(κατὰ τέν τοιαύτην νόησιν Sext.)
ὅ λόγος σου κατ΄ ὀρθὸν εὐδρομεῖ Men. — речь твоя льется плавно
1 ευδρομεω
(ἀθλητές εὐδρομῶν Plut.)
(κατὰ τέν τοιαύτην νόησιν Sext.)